- τραφερήν
- τραφερόςwell-fedfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωτειλήθεν — Α επίρρ. από τραύμα («φορέοντο αἵματος ὠτειλῆθεν ἐπὶ τραφερὴν ῥαθάμιγγες», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτειλή «τραύμα» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ἀγορῆ θεν)] … Dictionary of Greek